“Επί 25 ώρες οι κρατικοί φορείς μας έδειξαν όλες τις εκφάνσεις της βίας που μπορούσαν να επιδείξουν. Είτε χτυπώντας μας, είτε προσπαθώντας να μας εξαντλήσουν ψυχολογικά μέσα από τις πολύωρες καθυστερήσεις τους”
Την Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου μετά το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο το οποίο είχε τεράστια συμμετοχή και ήταν ενάντια στο ν/σ Κεραμέως, η ΕΛΑΣ προχώρησε σε αναίτιες προσαγωγές στον σωρό για ακόμα μία φορά.
Η ειρηνική κινητοποίηση διαλύθηκε με βόμβες κρότου λάμψης και χημικά από τους άνδρες του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη που επιδείκνυαν για ακόμα μία φορά την εμμονή τους με το δόγμα νόμος και τάξη.
Η ΕΛ.ΑΣ. εκείνη την ημέρα προχώρησε σε 52 προσαγωγές από τις οποίες οι μισές σχεδόν μετατράπηκαν σε συλλήψεις.
Για ακόμα μία φορά γίναμε μάρτυρες των ανεξέλεγκτων πρακτικών της αστυνομίας, που δεν διστάζει να κατασκευάσει κατηγορίες και να «φορτώσει» πλημμελήματα αλλά και κακουργήματα στην πλάτη αθώων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυθαιρεσίας είναι ο φοιτητής Νικόλας Παπαρούνας ο οποίος προσήχθη και τελικώς συνελήφθη –με κατασκευασμένες κατηγορίες- επειδή κατά την αποχώρησή του έβγαλε το κινητό του και ξεκίνησε να βιντεοσκοπεί τις αυθαιρεσίες των αστυνομικών.
Ο ίδιος με επιστολή του στο documentonews.gr περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έζησε εκείνη την Τετάρτη:
«Όταν η πορεία φτάνει στο Σύνταγμα, υπάρχει ακόμη κόσμος τόσο πίσω, που ούτε καν μπορεί να δει το τέλος της Σταδίου. Λίγα λεπτά και ο δρόμος μπροστά από το Κοινοβούλιο έχει κατακλυστεί από διαδηλωτές. Τα πρώτα επεισόδια δεν αργούν και ξεκινάει η ρίψη χημικών από τις ομάδες των ΜΑΤ. Δύο δακρυγόνα σκάνε δίπλα μου καθώς προσπαθώ να απομακρυνθώ και για πρώτη φορά νιώθω αυτό τόσο δυνατό κάψιμο στα μάτια μου να με κυριεύει», αναφέρει ο φοιτητής περιγράφοντας την αρχή της επίθεσης των ΜΑΤ στην πορεία και συνεχίζει περιγράφοντας την αναίτια σύλληψή του:
«(…) Λίγα λεπτά μετά ξεσπάνε επεισόδια στην οδό Σίνα. Γίνεται ανταλλαγή δακρυγόνων και κρότου λάμψης, με πέτρες και μολότοφ. Κάπου βλέπω ένα πυροσβεστήρα στον αέρα. Δε ξέρω ποια μεριά τον πέταξε, αλλά πέρα από την έκπληξή μου, μπορώ να πω πως μέσα μου γέλασα με αυτή την εικόνα. Υποχωρούμε για λίγο μέχρι να ξεθυμάνει το νέφος και παροτρύνουμε τους υπόλοιπους περαστικούς να κάνουν το ίδιο. Αφού καθαρίζει σχετικά η ατμόσφαιρα συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε. Δυο ομάδες των ΜΑΤ πλησιάζουν, έχοντας συλλάβει δύο παιδιά. Έναν νεαρό και μια κοπέλα, η οποία αιμορραγεί στο κεφάλι. Τους περιορίζουν έξω από την Οφθαλμολογική Κλινική και περιμένουν την κλούβα να τους μεταφέρει. Κόσμος μαζεύεται και παρατηρεί από μακριά. Ξεκινάω να βγάζω βίντεο φοβούμενος τυχόν βιαιοπραγία απέναντι στους συλληφθέντες. Ένας άνδρας των ΜΑΤ προκαλεί και απευθύνεται σε περαστικούς με σκοπό να τους διώξει, όμως ο κόσμος παραμένει στη σημείο. Μια κυρία μάλιστα πλησιάζει και ρωτάει τα παιδιά αν είναι καλά και αν χρειάζεται να καλέσει τα ΕΚΑΒ. Μετά από λίγο η κλούβα φτάνει και οι πεζοί αποχωρούμε. Σκοπεύουμε να ανεβούμε από την οδό Φεραίου ώστε να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Βλέπουμε μαζεμένο κόσμο και πολλά όργανα, που εκ των υστέρων – από πρώτο χέρι θα έλεγε κανείς – έμαθα ότι ανήκαν στην ομάδα ΔΡΑΣΗ. Αρχίζω και πάλι να τραβάω βίντεο και βλέπω πάρα πολλά άτομα με χειροπέδες να κάθονται στοιβαγμένα στο πεζοδρόμιο. Καθώς περπατάμε ένα όργανο με πλησιάζει και μου ζητάει να αποχωρήσω και να κλείσω το βίντεο. Αρνούμαι, λέγοντας πως έχω δικαίωμα να τραβάω βίντεο με το τηλέφωνό μου. Ένα άλλο όργανο επιθετικά με ρωτάει αν έχω άδεια δημοσιογράφου και ένα τρίτο μου λέει πως αν συνεχίσω έτσι θα βρεθώ με τους συλληφθέντες. Ο τρίτος πάει να πάρει το τηλέφωνό μου και αφού τον αποφεύγω με σπρώχνει. Επικρατεί ένταση και ένας εξ αυτών διατάζει τη σύλληψή μου. Με περιορίζουν στο κάγκελο και με συλλαμβάνουν. Ένας κύριος συλλαμβάνεται αμέσως μετά. Εκ των υστέρων έμαθα πως ουδεμία σχέση είχε με την πορεία. Περαστικός ήταν που διαμαρτυρήθηκε γιατί είδε έναν νέο να το συλλαμβάνουν αναίτια και το πλήρωσε με μία βίαιη σύλληψη και μια χτυπημένη μέση. Αυτός ο άνδρας με είδε, χωρίς να με ξέρει, και σκέφτηκε «Αυτό είναι το παιδί μου». Δε μπόρεσε να αντέξει την αδικία και μίλησε· και για αυτό τιμωρήθηκε. Όχι γιατί παρενέβη το νόμο, αλλά επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για αυτό που διαμαρτυρώμασταν εκείνο το μεσημέρι».
«(…)Οι συλληφθέντες ζητούσαμε για ώρα να έρθει ασθενοφόρο να παραλάβει τους τραυματισμένους αλλά οι αστυνομικοί απαντούσαν είτε με σαχλές δικαιολογίες, είτε με σιωπή και πλήρη αδιαφορία για την υγεία των ανθρώπων. Φτάνουμε στη ΓΑΔΑ, όπου κόσμος ήδη βρίσκεται έξω και διαμαρτύρεται. Ο ειδικός φρουρός που καρπώθηκε τη σύλληψή μου με πηγαίνει στον 6ο όροφο και στο μεσοδιάστημα προσπαθεί να μου πιάσει ψιλή κουβέντα για τη σχολή, ξεκινώντας έτσι «Στον 6ο πάμε, φαντάζομαι τον ξέρεις το δρόμο», «Μπα, με εσάς κάνω ποδαρικό». Ο 6ος όροφος της ΓΑΔΑ πλέον θα αποτελεί ένα οικείο μέρος. Δέκα ώρες περίπου, χωμένος σε ένα στενό διάδρομο (3×8 περιπου) μαζί με άλλα 20 τουλάχιστον άτομα, χωρίς αποστάσεις και εξαερισμό, να πρέπει να ζητάμε για ώρα νερό, μασκες, χαρτομάντηλα, τουαλέτα μέχρι να μας ακούσουν. Οι αστυνόμοι δεν ευκαιρούσαν να μας παρέχουν τα ελάχιστα, ήταν απασχολημένοι με το να μπαινοβγαίνουν στα γραφεία, να μας μετράνε κάθε 3 λεπτά, λες και θα πολλαπλασιαστούμε με μίτωση ή θα βγούμε από την πίσω πόρτα. Αγαπημένη τους όμως συνήθεια πρέπει να ήταν το να φωνάζουν επανειλημμένα 3-4 συγκεκριμένα άτομα στο γραφείο και μετά να τους λένε να κάτσουν πίσω, χωρίς να τους χρειάζονται κάτι. Πιθανώς για καψόνι, ή γιατί οι υπόλοιποι δεν είχαμε τόσο όμορφη παρουσία στο χώρο. Οι ειδικοί φρουροί περίμεναν καρτερικά να δώσουν τις καταθέσεις τους και στο ενδιάμεσο προσπαθούσαν να προκαλέσουν εμάς με τα πολυαγαπημένα «γιατί με κοιτάς ρε» ή «εκεί που λέω εγώ θα κάτσεις», αλλά και να αποφύγουν το επόμενο χαμένο δελτίο στη στοιχηματική που είχαν στα smartphones τους. Παρεξηγήθηκαν δε, όταν ο κατά αρκετά χρόνια νεώτερός τους αστυνομικός τους ζήτησε, κάπως αυστηρά θα έλεγε κανείς, να συνοδεύσουν μερικούς από εμάς στο μπάνιο. Φαίνεται είχαν εξαντλήσει το ενδιαφέρον τους για την ανατομίας μας σήμερα, και οι κύστες μας τους φαινόντουσαν αδιάφορες», γράφει στην επιστολή του ο Ν. Παπαρούνας και αναφέρει ότι κατάφερε να δει τον δικηγόρο του 8 ώρες μετά την κράτησή του.
Στην μακροσκελή επιστολή του ο Νικόλας Παπαρούνας περιγράφει το πώς πέρασε το βράδυ στο κρατητήριο και το τι έγινε την επόμενη μέρα στην Ευελπίδων.
Ολόκληρη η επιστολή του Ν. Παπαρούνα:
«Ξυπνάω μουδιασμένος στον καναπέ του σαλονιού, ντύνομαι βιαστικά, και βιαστικά τρώω ένα κομμάτι κέικ και πίνω λίγο χυμό που μου έβαλε σχεδόν με το ζόρι η θεία μου. Ο χρόνος τρέχει. Δεν έχω αργήσει, αλλά δε μπορώ να περιμένω στιγμή! Παίρνω το λεωφορείο και κατεβαίνω προς Πανεπιστημίου. Παρατηρώ στο δρόμο τους ανθρώπους της πόλης, που αγνοούν την ύπαρξή μου και που δε ξέρουν που πάω. Που ίσως αν ξέραν να με κοιτούσαν στραβά. Ο ήλιος λάμπει και ο ουρανός είναι καθαρός, “ωραία μέρα για πορεία” σκέφτηκα. Φτάνω Ακαδημίας και σιγά σιγά το μπλε και το πράσινο κυριαρχούν στις γκαρνταρόμπες των κορμιών που στέκονται στο πεζοδρόμιο. Στα Προπύλαια είχε λίγο κόσμο, ήταν νωρίς ακόμα. Συνάντησα ένα-δυο άτομα από τη σχολή και το σχολείο και τα είπαμε όσο περιμέναμε να κατεβούμε στο δρόμο. Μια φράση ξέφευγε από κάθε ζευγάρι χείλη, «να προσέχεις».
Η διαδήλωση ξεκινάει και ο κόσμος σιγά σιγά πληθαίνει, πνίγοντας τους δρόμους με φωνές, παλαμάκια, υψωμένες γροθιές, πανό και αρκετή ενέργεια ώστε να μας ξεσηκώσει όλες και όλους! Όταν η πορεία φτάνει στο Σύνταγμα, υπάρχει ακόμη κόσμος τόσο πίσω, που ούτε καν μπορεί να δει το τέλος της Σταδίου. Λίγα λεπτά και ο δρόμος μπροστά από το Κοινοβούλιο έχει κατακλυστεί από διαδηλωτές. Τα πρώτα επεισόδια δεν αργούν και ξεκινάει η ρίψη χημικών από τις ομάδες των ΜΑΤ. Δύο δακρυγόνα σκάνε δίπλα μου καθώς προσπαθώ να απομακρυνθώ και για πρώτη φορά νιώθω αυτό τόσο δυνατό κάψιμο στα μάτια μου να με κυριεύει. Παρά τον αρχικό πανικό ο κόσμος συγκεντρώνεται ξανά και δυναμικά βροντοφωνάζει συνθήματα. Περίπου μισή ώρα σε αυτό το σημείο, λέμε με έναν φίλο να πάμε να πάρουμε νερό σε κοντινό περίπτερο και να δούμε πόσος κόσμος έχει παραμείνει στο σημείο. Στη λεωφόρο Αμαλίας βλέπουμε πως υπάρχει αρκετός κόσμος μαζεμένος και ισχυρή αστυνομική παρουσία που τους εμποδίζει να προσεγγίσουν το σημείο. Η κυρία στο περίπτερο μας λέει «Μπράβο στα παιδιά! Πήγαν να τους σπάσουν την πορεία αλλά εκείνα δεν υποχώρησαν. Ξαναμαζεύτηκαν και συνεχίζουν!» Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη! Ένας άνθρωπος, που κάποιος θα σκεφτόταν πως η πορεία τον βλάπτει οικονομικά, όχι μόνο δε δυσανασχετούσε, αλλά ζητωκραύγαζε σχεδόν για τον φοιτητικό κόσμο, που παλεύει για το μέλλον του. Αφού μιλήσαμε, κατεβήκαμε την Αμαλίας μαζί με μια κοπέλα που τυχαία συμμετείχε στη συζήτηση και πλέον είχε έρθει στην παρέα μας. Το τηλέφωνο χτυπάει, μας ειδοποιούν πως η πορεία ξεκινάει προς Ομόνοια. Αλλάζουμε κατεύθυνση και προσπαθούμε να φτάσουμε την πορεία, μάταια όμως. Πλέον, πέρα από κάποια μέτρα απόσταση, μας χωρίζουν οι άνδρες των ΜΑΤ. Κατεβαίνουμε την Πανεπιστημίου, η οποία άδεια πλέον από αμάξια και διαδηλωτές, ανακτά τη βαβούρα της από τους λιγοστούς περαστικούς, που πληθαίνουν. Αλήθεια, πάντα με έκαναν εντύπωση αυτοί οι περαστικοί. Που μπροστά τους εκτυλίσσεται μια τόσο μαζική συγκέντρωση, αλλά εκείνοι δε στέκονται πάνω από μια στιγμή, κοιτάνε και φεύγουν. «Άραγε μας θυμούνται 10 λεπτά αφού φύγουν», σκέφτηκα. Λίγα λεπτά μετά ξεσπάνε επεισόδια στην οδό Σίνα. Γίνεται ανταλλαγή δακρυγόνων και κρότου λάμψης, με πέτρες και μολότοφ. Κάπου βλέπω ένα πυροσβεστήρα στον αέρα. Δε ξέρω ποια μεριά τον πέταξε, αλλά πέρα από την έκπληξή μου, μπορώ να πω πως μέσα μου γέλασα με αυτή την εικόνα. Υποχωρούμε για λίγο μέχρι να ξεθυμάνει το νέφος και παροτρύνουμε τους υπόλοιπους περαστικούς να κάνουν το ίδιο. Αφού καθαρίζει σχετικά η ατμόσφαιρα συνεχίζουμε να κατεβαίνουμε. Δυο ομάδες των ΜΑΤ πλησιάζουν, έχοντας συλλάβει δύο παιδιά. Έναν νεαρό και μια κοπέλα, η οποία αιμορραγεί στο κεφάλι. Τους περιορίζουν έξω από την Οφθαλμολογική Κλινική και περιμένουν την κλούβα να τους μεταφέρει. Κόσμος μαζεύεται και παρατηρεί από μακριά. Ξεκινάω να βγάζω βίντεο φοβούμενος τυχόν βιαιοπραγία απέναντι στους συλληφθέντες. Ένας άνδρας των ΜΑΤ προκαλεί και απευθύνεται σε περαστικούς με σκοπό να τους διώξει, όμως ο κόσμος παραμένει στη σημείο. Μια κυρία μάλιστα πλησιάζει και ρωτάει τα παιδιά αν είναι καλά και αν χρειάζεται να καλέσει τα ΕΚΑΒ. Μετά από λίγο η κλούβα φτάνει και οι πεζοί αποχωρούμε. Σκοπεύουμε να ανεβούμε από την οδό Φεραίου ώστε να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Βλέπουμε μαζεμένο κόσμο και πολλά όργανα, που εκ των υστέρων – από πρώτο χέρι θα έλεγε κανείς – έμαθα ότι ανήκαν στην ομάδα ΔΡΑΣΗ. Αρχίζω και πάλι να τραβάω βίντεο και βλέπω πάρα πολλά άτομα με χειροπέδες να κάθονται στοιβαγμένα στο πεζοδρόμιο. Καθώς περπατάμε ένα όργανο με πλησιάζει και μου ζητάει να αποχωρήσω και να κλείσω το βίντεο. Αρνούμαι, λέγοντας πως έχω δικαίωμα να τραβάω βίντεο με το τηλέφωνό μου. Ένα άλλο όργανο επιθετικά με ρωτάει αν έχω άδεια δημοσιογράφου και ένα τρίτο μου λέει πως αν συνεχίσω έτσι θα βρεθώ με τους συλληφθέντες. Ο τρίτος πάει να πάρει το τηλέφωνό μου και αφού τον αποφεύγω με σπρώχνει. Επικρατεί ένταση και ένας εξ αυτών διατάζει τη σύλληψή μου. Με περιορίζουν στο κάγκελο και με συλλαμβάνουν. Ένας κύριος συλλαμβάνεται αμέσως μετά. Εκ των υστέρων έμαθα πως ουδεμία σχέση είχε με την πορεία. Περαστικός ήταν που διαμαρτυρήθηκε γιατί είδε έναν νέο να το συλλαμβάνουν αναίτια και το πλήρωσε με μία βίαιη σύλληψη και μια χτυπημένη μέση. Αυτός ο άνδρας με είδε, χωρίς να με ξέρει, και σκέφτηκε «Αυτό είναι το παιδί μου». Δε μπόρεσε να αντέξει την αδικία και μίλησε· και για αυτό τιμωρήθηκε. Όχι γιατί παρενέβη το νόμο, αλλά επειδή τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για αυτό που διαμαρτυρώμασταν εκείνο το μεσημέρι. Τον εκτροχιασμό των σωμάτων ασφαλείας, που έχουν απολέσει προ πολλού οποιαδήποτε αίσθηση ευθύνης απέναντι στον πολίτη και οποιαδήποτε υπακοή στους νόμους. Τα οποία σώματα ασφαλείας πλέον θα μπαίνουν στις σχολές μας και με τον ίδιο τρόπο που αδίκα μεταχειρίστηκαν εμάς εκείνη τη μέρα, έτσι θα πράξουν και απέναντι στον φοιτητικό κόσμο και στο πανεπιστημιακό προσωπικό. Αν μπορούσα να κρατήσω μόνο ένα πράγμα από αυτόν τον κύριο, αυτό θα ήταν η ελπίδα που μου έδωσε. Η ελπίδα ότι ακόμα είμαστε άνθρωποι και πως βλέπουμε γύρω μας ανθρώπους και όχι τέρατα. Ανθρώπους για τους οποίους θα παλέψουμε και ας μη τους γνωρίσουμε ποτέ!
Η κλούβα έρχεται και ξεκινάει η προσαγωγή μας στη ΓΑΔΑ. Οι συλληφθέντες ζητούσαμε για ώρα να έρθει ασθενοφόρο να παραλάβει τους τραυματισμένους αλλά οι αστυνομικοί απαντούσαν είτε με σαχλές δικαιολογίες, είτε με σιωπή και πλήρη αδιαφορία για την υγεία των ανθρώπων. Φτάνουμε στη ΓΑΔΑ, όπου κόσμος ήδη βρίσκεται έξω και διαμαρτύρεται. Ο ειδικός φρουρός που καρπώθηκε τη σύλληψή μου με πηγαίνει στον 6ο όροφο και στο μεσοδιάστημα προσπαθεί να μου πιάσει ψιλή κουβέντα για τη σχολή, ξεκινώντας έτσι «Στον 6ο πάμε, φαντάζομαι τον ξέρεις το δρόμο», «Μπα, με εσάς κάνω ποδαρικό». Ο 6ος όροφος της ΓΑΔΑ πλέον θα αποτελεί ένα οικείο μέρος. Δέκα ώρες περίπου, χωμένος σε ένα στενό διάδρομο (3×8 περιπου) μαζί με άλλα 20 τουλάχιστον άτομα, χωρίς αποστάσεις και εξαερισμό, να πρέπει να ζητάμε για ώρα νερό, μασκες, χαρτομάντηλα, τουαλέτα μέχρι να μας ακούσουν. Οι αστυνόμοι δεν ευκαιρούσαν να μας παρέχουν τα ελάχιστα, ήταν απασχολημένοι με το να μπαινοβγαίνουν στα γραφεία, να μας μετράνε κάθε 3 λεπτά, λες και θα πολλαπλασιαστούμε με μίτωση ή θα βγούμε από την πίσω πόρτα. Αγαπημένη τους όμως συνήθεια πρέπει να ήταν το να φωνάζουν επανειλημμένα 3-4 συγκεκριμένα άτομα στο γραφείο και μετά να τους λένε να κάτσουν πίσω, χωρίς να τους χρειάζονται κάτι. Πιθανώς για καψόνι, ή γιατί οι υπόλοιποι δεν είχαμε τόσο όμορφη παρουσία στο χώρο. Οι ειδικοί φρουροί περίμεναν καρτερικά να δώσουν τις καταθέσεις τους και στο ενδιάμεσο προσπαθούσαν να προκαλέσουν εμάς με τα πολυαγαπημένα «γιατί με κοιτάς ρε» ή «εκεί που λέω εγώ θα κάτσεις», αλλά και να αποφύγουν το επόμενο χαμένο δελτίο στη στοιχηματική που είχαν στα smartphones τους. Παρεξηγήθηκαν δε, όταν ο κατά αρκετά χρόνια νεώτερός τους αστυνομικός τους ζήτησε, κάπως αυστηρά θα έλεγε κανείς, να συνοδεύσουν μερικούς από εμάς στο μπάνιο. Φαίνεται είχαν εξαντλήσει το ενδιαφέρον τους για την ανατομίας μας σήμερα, και οι κύστες μας τους φαινόντουσαν αδιάφορες.
Οι πρώτες ώρες πέρασαν ήσυχα. Περιμέναμε να ακούσουμε αν τελικά έχουμε συλληφθεί ή απλώς προσαχθεί. Στις απορείες μας και στη δικαιολογημένη μας ενόχληση για την αδιαφάνεια της διαδικασίας οι αστυνομικοί είχαν την ίδια απάντηση «δεν ξέρω παιδιά, εγώ τη δουλειά μου κάνω». Ήμασταν σε ένα κτήριο με εκατοντάδες αστυνομικούς, όμως απολύτως κανένας δεν ήξερε τίποτα και κανέναν. Ένας καφκικός εφιάλτης εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μας. Παντελής αδιαφορία για τη νομιμότητα των διαδικασιών, οι δικηγόροι να περιμένουν έξω χωρίς να μπορούν να μας μιλήσουν και εμείς να μη ξέρουμε καν γιατί κρατούμαστε! Οι ώρες συνεχίζουν να περνάνε, δεν έχουμε μιλήσει όλοι με δικηγόρους και δεν έχουν γνωστοποιηθεί όλα τα κατηγορητήρια. Οι πάλαι κάποτε ίσιες φιγούρες μας έχουν αρχίσει να γέρνουν. Κάποιος κοιμάται στο πάτωμα, άλλος σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα, άλλος διαβάζει. Οι περισσότεροι μιλάμε μεταξύ μας, σε ομάδες. Μιλάμε για έναν πιο δίκαιο κόσμο, για ψυχολογία και φιλοσοφία, για το ρόλο της αστυνομίας και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε γιατί οι πάνοπλοι άντρες στο τέλος του δωματίου κάνανε ότι κάνανε. Χαμόγελα αρχίζουν να μεταδίδονται σε όλους και όλες. Παίρνουμε ελπίδα, διψάμε να μιλήσουμε και να διαφωνήσουμε, να φωνάξουμε και να γελάσουμε. Γιατί στην τελική για αυτό διαδηλώνουμε. Για το πανεπιστήμιο μας, για όλα αυτά που στερούνται όλοι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες. Για ένα πανεπιστήμιο δυνατό, που θα μας δίνει τις ευκαιρίες να μεγαλώσουμε μέσα σε αυτό και να αλλάξουμε μαζί με αυτό και την κοινωνία. Κανείς μας δε κατέβηκε στο δρόμο γιατί θέλει ένα πανεπιστήμιο διαλυμένο. Κανείς δε θέλει να ληστεύουν και να βιάζουν κόσμο, ούτε να κυκλοφορούν ναρκωτικά. Όμως όλοι ανεξαιρέτως πιστεύαμε με θέρμη πως η πανεπιστημιακή αστυνομία δεν είναι η λύση. Το αυτοδιοίκητο είναι κόκκινη γραμμή και δε θα πάμε βήμα πίσω. Οι Οργουελικές τεχνολογίες αναγνώρισης ανήκουν σε κακής ποιότητας αστυνομική σειρά και όχι στα αμφιθέατρα. Η υβριστική βάση του 10 το μόνο που κάνει είναι να ποδοπατάει τα παιδιά που μια ζωή βλέπουν απέναντι τους ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τα περιθωριοποιεί και δε καταλαβαίνει. Αναρωτιούνται πολλοί «πώς μπορεί κάποιος να μπει στο πανεπιστήμιο με 3;» και εγώ αναρωτιέμαι, «πώς ανεχόμαστε τα σχολεία μας να μην εξοπλίζουν τους νέους με στοιχειώδεις γνώσεις, με αγάπη για τη μάθηση, και με ευκαιρίες για μια καλή ζωή;». Αποδεχόμενοι πως οι χαμηλές βάσεις είναι απαράδεκτες, αποδεχόμαστε πως ως κοινωνία έχουμε αποτύχει. Έχουμε αποτύχει να εκπληρώσουμε το χρέος μας για δημόσια και δωρεάν παιδεία, έχοντας αφήσει ένα σκιάχτρο για να μας πείθει ότι προσπαθούμε. Αντί λοιπόν να αποκλείσουμε τα θύματα αυτής της αδικίας, μήπως να προσπαθήσουμε να κάνουμε καλύτερα σχολεία εστιασμένα στα παιδιά;
Η ώρα έχει φτάσει 12. Συναντώ τη δικηγόρο μου μετά από 8 ώρες κράτησης. Έχω μάθει εν τέλει πως έχω συλληφθεί σχεδόν τυχαία λίγα λεπτά πιο πριν, όταν ο κύριος που συνελήφθη αμέσως μετά από εμένα μαθαίνει το κοινό για εμάς τους δυο κατηγορητήριο (έπειτα διακομίστηκε στο νοσοκομείο παρότι το ζητούσε από τις 4). Εξηγώ την κατάσταση και η δικηγόρος με βοηθάει εξηγώντας μου τη διαδικασία και διαβεβαιώνοντας με πως δεν έχω κάνει τίποτα παράνομο και πως η σύλληψη ήταν καταχρηστική γιατί εκνεύρισα τον ειδικό φρουρό της ΔΡΑΣΗ και τίποτα άλλο. Δίνω κατάθεση και αποτυπώματα. Βγαίνοντας από το γραφείο παρατηρώ για πρώτη φορά την ταμπέλα. Δε θυμάμαι τον πλήρη τίτλο, όμως αυτό που θα μου μείνει για πάντα ήταν το «… τμήμα προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος». Σχεδόν ξέσπασα σε γέλια. Ασκήσαμε τα δημοκρατικά μας δικαιώματα με υπευθυνότητα και βάλαμε σε κίνδυνο την υγεία μας, όμως αντιμετωπιζόμαστε ως εχθροί του πολιτεύματος! Εν μέσω πανδημίας βγήκαμε στο δρόμο, πήραμε όσα μέτρα μπορούσαμε και ζητήσαμε το αυτονόητο, να κρατήσουμε το πανεπιστήμιο ζωντανό. Αυτοί όμως που εγκληματικά μας ανάγκασαν να ρισκάρουμε πλέον μας κουνούσαν το δάκτυλο. Μας στερούσαν της ελευθερία μας και μας βάφτιζαν υγειονομική βόμβα, παρότι όσο κινδύνεψα μια μέρα υπό κράτηση, δε θα μπορούσα να κινδυνέψω σε καμία διαδήλωση, όσες χιλιάδες κόσμο και αν είχε.
Στις 2 έρχεται η ώρα να πάω στο κρατητήριο. Καθώς ο φρουρός μου κάνει σωματικό έλεγχο μου λεει «καλό παιδί φαίνεσαι εσύ, τι κάνεις με αυτούς;». Προσπαθώ να κρύψω τον εκνευρισμό μου και τελειώνω γρήγορα τη διαδικασία. Μα γιατί να εκνευριστώ θα αναρωτηθεί κανείς, καλό παιδί με είπε, δε με έβρισε. Όμως ακριβώς εκεί πηγάζει ο θυμός μου. Πέραν της στερεοτυπικής αντίληψης καθαρά λόγω ένδυσης, που πλέον τη θεωρώ δεδομένη, αυτό το άτομο μου παρουσίασε άθελά του, το πιο ριζικό ίσως πρόβλημα της αστυνομίας αλλά και της κοινωνίας. Ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε καλούς και κακούς, που στην τελική μεταφράζεται σε ανθρώπους που έχουν δικαιώματα και σε κτήνη. Στα μάτια αυτού του άντρα “οι κακοί” άξιζαν να περάσουν το βράδυ τους στη ΓΑΔΑ. Χωρίς δικαστήριο, χωρίς να ξέρει καν το κατηγορητήριο. Απλώς γιατί όσοι μοιάζουν έτσι, αποτελούν μίασμα που πρέπει να φύγει. Μπαίνω στο κελί όπου είναι ήδη άλλα τέσσερα άτομα από τη διαδήλωση. Μιλάμε λίγο και τρεις κρατούμενοι μπαίνουν στο κελί μας. Ο ένας επιθετικά μας λέει να κάνουμε ησυχία γιατί τους ξυπνήσαμε και η κατάσταση πάει να ξεφύγει ταχύτατα. Κολλάει μπροστά σε έναν από εμάς και τον απειλεί. Οι άλλοι άνδρες τον παίρνουν έξω από το κελί και μας λένε να σκάσουμε. Τον ακούμε να ωρύεται από το διπλανό κελί και να φωνάζει πώς θα μας δείρει και θα μας βιάσει. Μετά από λίγα λεπτά επιστρέφει και συνεχίζει τις ύβρεις και τις απειλές. Αφότου φύγει, ο φρουρός έρχεται και μας μεταφέρει στην άλλη πτέρυγα. Εκείνη τη στιγμή εξοργίστηκα. Δε θα κρύψω την ανακούφιση που ένιωσα, όμως δε μπορούσα να παραβλέψω την αποτροπαιότητα αυτού που έζησα. Σκέφτηκα την προηγούμενη συζήτηση με τα παιδιά για το έγκλημα. Αυτός ο άνδρας στα μάτια μου δε αποτελεί τίποτα άλλο, παρα ένα κοινωνικό προϊόν. Ίσως το μεγαλύτερο θύμα της κοινωνικής αδικίας. Πιθανώς χωρίς ίσες ευκαιρίες και μεγαλωμένος σε ένα περιβάλλον που κάθε του βήμα τον οδήγησε ακριβώς εκεί που ήταν. Ένα άτομο που η κοινωνία το απέρριψε και το κλείδωσε σε ένα κελί για να μη βλέπει το ποσό βρώμικη είναι. Μια κοινωνία που δεν εστιάζει στη ρίζα του προβλήματος, τη φτώχεια. Μια κοινωνία που προτιμάει να καταστέλλει και να εξοντώνει, παρά να στηρίζει και να βοηθάει. Αφαίρεσε κάθε ανθρώπινη έκφανση αυτού του ατόμου ώστε να μη μπορεί να συσχετιστεί μαζί της, γιατί η αλήθεια πονάει. Οι εγκληματίες δεν ειναι τέρατα που μολύνουν μια καθαρή κοινωνία, αλλά οι λογικές εκφράσεις μιας βρώμικης. Και ο φύλακας, ως λειτουργός της, ήρθε να μας σώσει, να μας δείξει το καλό πρόσωπο του κόσμου και ίσως και να μας συνετίσει. Μου προκλήθηκε αίσθημα αναγούλας από την υποκρισία και την εσωτερίκευση αυτής. Μεταφερόμαστε στη δίπλα πτέρυγα και σιγά σιγά έρχονται και τα υπόλοιπα άτομα. Ο χώρος λιγοστός και η έννοια των υγειονομικών μέτρων άγνωστη. Έχουμε στοιβαχθεί 6 άτομα σε ένα κελί και μιλάμε, συνέχεια των προηγούμενων συζητήσεων. Όμως τώρα είναι πιο προσωπικό. Λέμε τα ονόματά μας, μιλάμε για όνειρα, έρωτα, συζητάμε ότι έχει συμβεί. Ήμασταν άνθρωποι αλύγιστοι, γελούσαμε και σκεφτόμασταν ποιοι θαναι αύριο στην Ευελπίδων να μας περιμένουν. Νατους αγκαλιάσουμε και να τους φιλήσουμε, να νιώσουν πόσο μας έλειψαν. Σκέφτηκα την κοπέλα και τον αδερφό μου, που δε κλείσανε μάτι, του γονείς μου που ήταν 500χλμ μακριά και είχανε λιώσει τις παντόφλες τους από το πέρα δώθε και έχουν πιαστεί τα χέρια τους απτά τηλέφωνα. Μέσα σε αυτή την τρικυμία, το βλέμμα μου απομονώθηκε στον μοναδικό που καθόταν στο πάτωμα, «γιατί δε κάθεσαι;» του λέω δείχνοντας το στρώμα, «κοριοί» μου απαντάει με ένα πονηρό χαμόγελο. Οι υπόλοιποι γελάνε, αλλά σιγά σιγά ξύνονται και γυρνάνε σα σβούρες από την αυθυποβολή. Εκείνος γελάει και συνεχίζει να βλέπει έξω από το παράθυρο. Η αλήθεια είναι πως δε τον πίστεψα. Ακόμα και να πίστευα την ιστορία με τους κοριούς πίστευα πως για άλλο λόγο δε καθόταν στο στρώμα. Δεν ήθελε να συνηθίσει. Δεν ήθελε αυτό το μέρος να του γίνει συνήθεια, να γίνει σπίτι του. Ήξερε πως δεν ανήκει εκεί.
Όταν ξημέρωσε ελάχιστοι ήταν ακόμα ξύπνιοι. Με είχε πάρει ήδη ο ύπνος ανάμεσα στα σιγοτράγουδα που λέγαμε, τις ιστορίες και τα στιχάκια που μας έλεγε ένας κύριος από διπλανό κελί. Κατά τις 9:30 πάμε να πάρουμε τα πράγματά μας, ώστε να οδηγηθούμε στη Σήμανση για φωτογραφίες. Η μέρα που βρισκόταν μπροστά μας κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίοδος καθυστερήσεων, όπως σε στημένο ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Η διαδικασία αργεί και έχουμε κουραστεί ήδη. Καθένας και καθεμία έχει ένα σύνοδο από την Ασφάλεια, σαν τους υπεύθυνους φοιτητές που μας υποδέχονται στο Erasmus. Εκείνοι σίγουρα νιώθαν έτσι, μιας και δε παρέλειπαν να μας περιποιούνται και να μας ρωτάνε προσωπικά στοιχεία ανάμεσα από κουβεντολόι. Εμείς μάλλον είχαμε ακόμα jet lag. Φτάνουμε στη Σήμανση και περιμένουμε 10 λεπτά εντός λεωφορείων χωρίς ιδιαίτερο λόγο, παρότι ζητούσαμε να βγούμε έξω για να έχουμε καθαρό αέρα. Οι “μπαμπάδες” και “μαμάδες” μας, όπως επέμενα να τους φωνάζω, παρότι δε λειτούργησε καλά το αστείο, σαφώς δεν είχαν ιδέα τη γινόταν. Σχεδόν τους λυπόμουν. Εκεί μείναμε για περίπου 3 με 4 ώρες, παρότι μόνο 6 άτομα δώσαμε φωτογραφίες. Τα άτομα της Ασφάλειας παρέμειναν ανήξερα, “εκτελούσαν εντολές” και “θέλαν να γυρίσουν σπίτι τους όσο και εμείς”. Επιτέλους ξεκινάμε για Ευελπίδων.
Στις 14:02 φτάνουμε. Πολύς κόσμος έχει μαζευτεί απέξω για να μας στηρίξει, ανάμεσα σε αυτούς οι οικογένειες, οι φίλοι και άτομα από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Περιμένουμε 10 λεπτά μέσα στα λεωφορεία περίπου και έχουμε αρχίσει να ρωτάμε πότε θα μεταφερθούμε σε κάποιο χώρο. Σιγή ιχθύος και πάλι. Οι αστυνόμοι δεν απαντούν και μας αγνοούν επιδεικτικά, παρότι και οι ίδιοι είναι εκτεθειμένοι, μιας και είμαστε 20 άτομα τουλάχιστον μέσα στην κλούβα. Η ένταση ανεβαίνει και απαιτούμε πλέον να βγούμε έξω, να μιλήσουμε με τους δικηγόρους μας και να μάθουμε ποιος είναι ο αξιωματικός υπηρεσίας. Μετά από φωνές και την πίεση των δικηγόρων βγαίνουμε σταδιακά, τουλάχιστον 45 λεπτά αφότου έχουμε φτάσει στο σημείο. Άμα δεν είχαμε αντιδράσει τόσο έντονα το πλάνο ήταν να πηγαίνουμε ένας-ένας μέσα και οι υπόλοιποι στο φούρνο που είχε μεταμορφωθεί η κλούβα από την πολυκοσμία. Έξω από τις πύλες ξεσπούν επεισόδια από τα ΜΑΤ που χτυπούν το πλήθος και πετούν χημικά. Ο κόσμος που έχει μαζευτεί διαμαρτύρεται μάταια. Μια ομάδα ΜΑΤ έρχεται να σταθεί ως φράκτης ανάμεσα σε εμάς και στον κόσμο. Φαίνεται οι δικηγόροι, οι γονείς και οι καθηγητές αποτελούσαν μεγάλη απειλή. Οι δικηγόροι πηγαινοέρχονται στην εισαγγελία και προσπαθούν να μάθουν τι συμβαίνει, χωρίς να αποσπούν οποιαδήποτε απάντηση. Φαίνεται η παρακώλυση των διαδικασιών ήταν σε χειρότερη έξαρση από τον κορονοϊό εκείνη τη μέρα. Στις 17:30 εν τέλει βγήκαν τα χαρτιά που όριζαν τη δικάσιμο. Δε περάσαμε από καμία διαδικασία, 3,5 ώρες για να μας πούνε να φύγουμε! Είχαμε δικαίως απηυδήσει με την όλη κατάσταση και την απαράδεκτη συμπεριφορά όλων των φορέων. Επί 25 ώρες οι κρατικοί φορείς μας έδειξαν όλες τις εκφάνσεις της βίας που μπορούσαν να επιδείξουν. Είτε χτυπώντας μας, είτε προσπαθώντας να μας εξαντλήσουν ψυχολογικά μέσα από τις πολύωρες καθυστερήσεις τους. Η απάντησή τους; «Εμείς σας καταλαβαίνουμε και έχετε δίκιο, είμαστε μαζί σας»! Ε λοιπόν, αυτή η απάντηση, παρότι αποτελεί μια φτηνή δικαιολογία ή μια προσπάθεια να μας δημιουργηθεί κάποιου είδους σύνδρομο της Στοκχόλμης, αντί να μας πείσει για το “καλό” πρόσωπο της αστυνομίας, μας αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Η Αστυνομία δεν έχει πρόσωπα. Υπάρχει μόνο ένα, αυτό της βιας! Η κατάχρηση της εξουσίας ξεχειλίζει από παντού! Είτε από την υπέρμετρη και αδικαιολόγητη βία, είτε από τα καψόνια, είτε από την αντιμετώπιση του νόμου ως ένα εμπόδιο για το ξεβρώμισμα του τόπου, είδαμε εκ των έσω το πρόβλημα. Κυρίως το πρόβλημα φάνηκε όμως σε όσους δε κάνανε τίποτα από τα παραπάνω, αλλά μόνο σιώπησαν. Με τη σιωπή τους ενισχύουν και νομιμοποιούν τη βια των υπολοίπων. Ε λοιπον εμείς θα απαντάμε στη σιωπή με τις φωνές μας, με τις διαδηλώσεις και τα κείμενά μας. Με κάθε τρόπο θα προστατευτούμε και θα στηρίξουμε τους αγώνες μας. Άμα θέλουν να συνεχίσουν την καταπίεση, δικαίωμα τους. Όμως να ξέρουν πως θα μας βρουν απέναντι τους. Στο δρόμο, στο αμφιθέατρο, και στην πένα!»